νεωκόρος

νεωκόρος
ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος)
(γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής
νεοελλ.
(ειδικά) εκκλησιαστικό διακόνημα ο κάτοχος τού οποίου μεριμνά για την καθαριότητα, ασφάλεια και ευταξία τού ναού, ο επιστάτης τού ναού, ο καντηλανάφτης
αρχ.
1. ο ιεροφύλακας, αυτός που φύλαγε, που επιτηρούσε τον ναό («τὴν Ἡροφίλην νεωκόρον γενέσθαι Ἀπόλλωνος Σμινθέως», Παυσ.)
2. (και ως επίθ.) «τῷ νεωκόρῳ τῶν Ἐφεσίων δήμῳ» επιγρ.
3. (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) τίτλος που αποδιδόταν σε μερικές μικρασιατικές πόλεις με την ευκαιρία ανέγερσης ναού τού θεού προστάτη τους ή σε αυτοκράτορα μικρασιατικής πόλης, όπως π.χ. τής Εφέσου, τής Σμύρνης κ.λπ. («τήν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾱς Ἀρτέμιδος», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεωκόρος έχει προέλθει με αντιμεταχώρηση από τον τ. νηο-κόρος < νηός ιων. τ. τού νᾱός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. σηκοκόρος. Οι τ. νᾱοκόρος και ναυκόρος παρήχθησαν αντιστοίχως από τους τ. νᾱός και τον αιολ. τ. ναῦος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεωκόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεώκορος — Aus Lydien masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρος — ο ο καντηλανάφτης του ναού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεωκόρω — νεώκορος Aus Lydien masc nom/voc/acc dual νεώκορος Aus Lydien masc gen sg (doric aeolic) νεωκόρος masc nom/voc/acc dual νεωκόρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόροις — νεώκορος Aus Lydien masc dat pl νεωκόρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρου — νεώκορος Aus Lydien masc gen sg νεωκόρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρους — νεώκορος Aus Lydien masc acc pl νεωκόρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρων — νεώκορος Aus Lydien masc gen pl νεωκόρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρῳ — νεώκορος Aus Lydien masc dat sg νεωκόρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρε — νεωκόρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”